Η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη έχει επιδεινωθεί κατά δραματικό τρόπο τις τελευταίες ημέρες, αφού οι αγορές φαίνονται πια να προεξοφλούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη διάλυσή της. Τα επιτόκια δανεισμού του Ιταλικού αλλά και του Ισπανικού δημοσίου (παρά το γεγονός ότι το Ισπανικό δημόσιο χρέος είναι, ως ποσοστό του...
ΑΕΠ, χαμηλότερο από εκείνο της υποτίθεται φερέγγυας Γερμανίας) έχουν ήδη ανέλθει σε μη βιώσιμα επίπεδα και αν διατηρηθούν εκεί ή ανέβουν ψηλότερα, τα κράτη αυτά θα υποχρεωθούν αργά η γρήγορα (με πιθανότερη τη δεύτερη εκδοχή) σε στάση πληρωμών.
Τα μεγέθη, τους, άλλωστε είναι τέτοια, ώστε μια «διάσωση» κατά το Ελληνικό ή Πορτογαλικό πρότυπο από το ΔΝΤ και τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης να αποκλείεται εκ των προτέρων.
Η στάση πληρωμών σε ευρώ οδηγεί άρα, στις περιπτώσεις αυτές, σε αναγκαστική και εσπευσμένη επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν τα κράτη και οι οικονομίες γενικά.
Η μόνη διέξοδος, που διαφαίνεται τη στιγμή αυτή, θα ήταν μια «ποσοτική χαλάρωση» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή η άμεση και μαζική αγορά κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, σε κλίμακα πολλαπλάσια από ό,τι έχει επιχειρηθεί ως τώρα και ανάλογη περίπου εκείνης της αμερικανικής Federal Reserve. Τούτο, όμως, προσκρούει σε ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις στη Γερμανία και τα συνοδοιπόρα της κράτη (κυρίως Ολλανδία, Φινλανδία και Αυστρία). Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο συνέδριο του κυβερνώντος Γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος εστιάσθηκε όχι στην αποτελεσματικότερη συνδρομή προς τους «αμαρτωλούς» νότιους της Ευρωζώνης, αλλά στην παροχή σ’ αυτούς της δυνατότητας να αποχωρήσουν μόνο από την τελευταία, παραμένοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (χωρίς να αποκλείεται εντελώς και το αντίστροφο σενάριο της επιστροφής της Γερμανίας στο μάρκο, αν η ΕΚΤ ξεκινούσε μια γιγαντιαία «ποσοτική χαλάρωση» χωρίς τη συναίνεση του Βερολίνου).
Όσο για τη συμφωνία της 26ης –27ης Οκτωβρίου, εκείνη μάλλον έχει ήδη αποδειχθεί θνησιγενής (και, μάλιστα, πολύ ταχύτερα από την προηγούμενη της 21ης Ιουλίου), αφού η μόχλευση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας φαίνεται σχεδόν ανέφικτη κάτω από τις σημερινές συνθήκες απώλειας της εμπιστοσύνης στις κεφαλαιαγορές.
Η πρόσφατη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Παπαδήμου δείχνει ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να υποχρεωθεί η Ελλάδα από τα πράγματα σε επιστροφή στη δραχμή. Η συμφωνημένη, από τις ηγεσίες των κομμάτων που τη στηρίζουν, αποστολή της κυβέρνησης αυτής περιορίζεται στη διασφάλιση της αόρατης ακόμη 6ης δόσης και στην εφαρμογή από τη δική μας πλευρά της συμφωνίας της 26ης-27ης Οκτωβρίου. Φοβάμαι ότι για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε εκτός τόπου και χρόνου, όπως συνέβαινε και τη δεκαετία του 1990, όταν τα κόμματα εξουσίας -και μαζί τους το κυρίαρχο επικοινωνιακό-οικονομικό σύμπλεγμα- υπερθεμάτιζαν για την είσοδο στην Ευρωζώνη και τον ψευδεπίγραφο «εκσυγχρονισμό» της χώρας.
Το κρισιμότερο εθνικό πρόβλημα τη στιγμή αυτή δεν είναι το δημοσιονομικό, αλλά το συνεχιζόμενο ογκώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών (εξωτερικών) συναλλαγών, το οποίο θα χρειασθεί να μηδενισθεί με βίαιο τρόπο σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Εκείνο που χρειαζόμαστε, και μάλιστα επειγόντως, είναι μέτρα για να περιορίσουμε δραστικά το έλλειμμα αυτό (π.χ. με περιστολή της σπατάλης στην κατανάλωση ενέργειας, επιβολή απαγορευτικού ύψους ειδικών φόρων κατανάλωσης σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά εισαγόμενα αποκλειστικά από το εξωτερικό, επικοινωνιακή εκστρατεία με στόχο «αγοράστε μόνο ελληνικά» κ.ο.κ.) ώστε η διαφαινόμενη αναγκαστική προσγείωση να γίνει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
aixmi.gr