«Ευχαριστούμε, μας έχουν δώσει αρκετή ξηρά τροφή και ρούχα. Ας δοθεί κάπου άλλου η βοήθειά σας για τα Χριστούγεννα!». Αυτή ήταν η ενθαρρυντική απάντηση ενός υπευθύνου φιλανθρωπικού ιδρύματος στα μέλη ενός Συλλόγου Γονέων και κηδεμόνων Δημοτικού σχολείου.
Με τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα κινητοποιήθηκε πολύ περισσότερος κόσμος τα...
φετινά Χριστούγεννα απ’ ότι πέρυσι δείχνοντας έμπρακτα το μέγεθος της συνοχής που διακρίνει ακόμη την κοινωνία μας. Με τον τρόπο αυτό περιόρισε όσο μπορούσε τον πόνο των ατόμων της διπλανής πόρτας ή της γειτονιάς τους.
Μια χώρα από τις πρώτες 35 πιο πλούσιες του πλανήτη, προβάλλει με το πάθημά της, το σαθρό υπόβαθρο στο οποίο οικοδομήθηκε τόσα χρόνια. Από την άλλη καταδεικνύει με ιδιαίτερη έμφαση το βαθμό της αναποτελεσματικότητας όχι μόνο των κυβερνώντων αλλά όλων σχεδόν των μελών της ελληνικής Βουλής. Οι πάντες, που δεν ύψωσαν σθεναρά τη φωνή τους σε όσους πουλούσαν εύκολα ελπίδα, είναι συνένοχοι γι’ αυτό το χάλι που βιώνουμε.
Η κρίση αυτή έδειξε κατακάθαρα ότι οι έλληνες πολιτικοί εν δυνάμει επίδοξοι αρχηγοί και μη, δεν είναι παντός καιρού πολιτικοί.
H σημερινή δήλωση (της 12 Ιανουαρίου) του κου Χρυσοχοΐδη κατά την οποία «η τρόικα μας ζητά να μειώσουμε τους μισθούς γιατί είμαστε ανίκανοι να κάνουμε διαρθρωτικές αλλαγές…», επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση. Αυτά περίπου ανέφερε σε πρωινή συνέντευξή του ο Υπουργός Ανάπτυξης, στο πλαίσιο ενδεχομένως μιας κριτικής για τους συναδέλφους του ή ακόμη αυτοκριτικής. Ο αυτοπροσδιορισμός όμως του βαθμούς της ανικανότητας μάλλον εντυπωσιάζει!
Οι πολιτικοί μας επιβιώνουν λοιπόν μόνο σε περιόδους καλοκαιρίας, μη γνωρίζοντας από την άλλη τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αντιμετωπίσουν μια καταιγίδα ή μια φουρτούνα ή έστω μια απλή βροχή!. Εκεί δειλιάζουν, δεν έχουν τις γνώσεις και τη δύναμη, αγνοούν, πελαγώνουν και συχνά εγκαταλείπουν.
Εδώ εντοπίζεται η αιτία της ελληνικής κρίσης. Είμαστε μια πλούσια χώρα, το καλύτερο ίσως οικόπεδο της Ευρώπης, παρουσιάζοντας δεκάδες ευκαιρίες για επενδύσεις, έχοντας όμως από την άλλη μπροστά μας –πλην δακτυλοδεικτούμενων περιπτώσεων– πολιτικούς μικρόψυχους, άτολμους, φθαρμένους και ενίοτε διεφθαρμένους.
Μας αξίζει άραγε μια τέτοια τύχη;
Του Δημήτρη Μάρδα
Αν. καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Με τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα κινητοποιήθηκε πολύ περισσότερος κόσμος τα...
φετινά Χριστούγεννα απ’ ότι πέρυσι δείχνοντας έμπρακτα το μέγεθος της συνοχής που διακρίνει ακόμη την κοινωνία μας. Με τον τρόπο αυτό περιόρισε όσο μπορούσε τον πόνο των ατόμων της διπλανής πόρτας ή της γειτονιάς τους.
Μια χώρα από τις πρώτες 35 πιο πλούσιες του πλανήτη, προβάλλει με το πάθημά της, το σαθρό υπόβαθρο στο οποίο οικοδομήθηκε τόσα χρόνια. Από την άλλη καταδεικνύει με ιδιαίτερη έμφαση το βαθμό της αναποτελεσματικότητας όχι μόνο των κυβερνώντων αλλά όλων σχεδόν των μελών της ελληνικής Βουλής. Οι πάντες, που δεν ύψωσαν σθεναρά τη φωνή τους σε όσους πουλούσαν εύκολα ελπίδα, είναι συνένοχοι γι’ αυτό το χάλι που βιώνουμε.
Η κρίση αυτή έδειξε κατακάθαρα ότι οι έλληνες πολιτικοί εν δυνάμει επίδοξοι αρχηγοί και μη, δεν είναι παντός καιρού πολιτικοί.
H σημερινή δήλωση (της 12 Ιανουαρίου) του κου Χρυσοχοΐδη κατά την οποία «η τρόικα μας ζητά να μειώσουμε τους μισθούς γιατί είμαστε ανίκανοι να κάνουμε διαρθρωτικές αλλαγές…», επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση. Αυτά περίπου ανέφερε σε πρωινή συνέντευξή του ο Υπουργός Ανάπτυξης, στο πλαίσιο ενδεχομένως μιας κριτικής για τους συναδέλφους του ή ακόμη αυτοκριτικής. Ο αυτοπροσδιορισμός όμως του βαθμούς της ανικανότητας μάλλον εντυπωσιάζει!
Οι πολιτικοί μας επιβιώνουν λοιπόν μόνο σε περιόδους καλοκαιρίας, μη γνωρίζοντας από την άλλη τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αντιμετωπίσουν μια καταιγίδα ή μια φουρτούνα ή έστω μια απλή βροχή!. Εκεί δειλιάζουν, δεν έχουν τις γνώσεις και τη δύναμη, αγνοούν, πελαγώνουν και συχνά εγκαταλείπουν.
Εδώ εντοπίζεται η αιτία της ελληνικής κρίσης. Είμαστε μια πλούσια χώρα, το καλύτερο ίσως οικόπεδο της Ευρώπης, παρουσιάζοντας δεκάδες ευκαιρίες για επενδύσεις, έχοντας όμως από την άλλη μπροστά μας –πλην δακτυλοδεικτούμενων περιπτώσεων– πολιτικούς μικρόψυχους, άτολμους, φθαρμένους και ενίοτε διεφθαρμένους.
Μας αξίζει άραγε μια τέτοια τύχη;
Του Δημήτρη Μάρδα
Αν. καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ